- οὐδών
- οὐδών, ῶνος, ὁ, a kind ofA felt shoe, Poll.10.50: [var] Dim. [suff] οὐδετερ-ώνιον Edict.Diocl. in IG5(1).1406.24 ([place name] Asine):—also [full] οὐδωνάριον, Charis.1.552 K., Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ουδών — οὐδών, ῶνος, ὁ (Α) στον πληθ. οἱ οὐδῶνες είδος εμβάδων, δηλ. παντοφλών («ἐπὶ τῶν ὀνομαζομένων οὐδώνων πίλους τριμίτους ἔξεστιν εἰπεῑν», Πολυδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δάνεια λ., μικρασιατικής προέλευσης (πρβλ. και λατ. ūdo, ōnis)] … Dictionary of Greek
οὐδῶν — οὐδός 1 threshold masc gen pl οὐδός 2 way fem gen pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐδώνων — οὐδών felt shoe masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ουδωνάριον — οὐδωνάριον, τὸ (Α) [ουδών] υποκορ. τού ουδών* … Dictionary of Greek
ουδώνιον — οὐδώνιον, τὸ (Α) [ουδών] υποκορ. τού ουδών* … Dictionary of Greek
Кума — название реки, впадающей с запада в Касп. море, в бывш. Ставропольск. и Астрах. губ.; калм. Kümǝ (Рамстедт, KWb. 246). По видимому, песчаная река ; ср. тур. kum песок , Kumčaj – название реки к юго вост. от Измира (Эльи 515), где тур. čаj = поток … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
οδώνιον — ὀδώνιον, τὸ (Α) είδος υποδημάτων από ύφασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού λατ. odo, ōnis / udo, ōnis «είδος υποδημάτων» (βλ. και οδονάρια, ουδών)] … Dictionary of Greek